Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολλὰ σώματα

  • 1 κατατρίβω

    κατα-τρίβω [pron. full] [ῑ], [tense] fut. -ψω X. Cyr.8.4.36: [tense] pf. -
    A

    τέτρῐφα Isoc.

    (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut. -

    τρῐβήσομαι X.HG5.4.60

    :— rub down or away: hence,
    1 of clothes, wear out,

    ἀμφὶ πλευρῇσι δοράς Thgn.55

    , cf. Ar.Fr. 345, Pl.Phd. 87c, Metrod.Fr.55: hence metaph.,

    πολλὰ σώματα κατατρίψασα ἡ ψυχή Pl.Phd. 91d

    , cf. 87d; οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες, i.e. constant frequenters of the tribune, Isoc.Ep.8.7;

    ὁ σταλαγμὸς κ. Arist.Ph. 253b15

    : metaph., κ. τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα to have it always on one's tongue, Luc.Par.43.
    2 of persons, wear out, exhaust,

    αὐτοὺς περὶ ἑαυτοὺς τοὺς Ἕλληνας κ. Th.8.46

    :—[voice] Pass., to be quite worn out, c. part.,

    κατατετρίμμεθα πλανώμενοι Ar. Pax 355

    , cf. X.Mem.1.2.37; -

    τριβήσοιντο ὑπὸ πολέμου Id.HG5.4.60

    ;

    ἐν τοῖς στρατοπέδοις Isoc.15.115

    ;

    περὶ τὸν πόλεμον Plu.Fab.19

    .
    3 of Time, spend, consume,

    κατέτριψε τὴν ἡμέραν δημηγορῶν D.57.9

    , cf. Aeschin. 2.14, Men.Epit.54, Plu.Caes.13;

    τὰς ἡμέρας περὶ τῶν τυχόντων Arist. EN 1117b35

    , cf. Plb.5.62.6, etc.; κ. τὸν βίον employ it fully, X.Mem. 4.7.5, Nicol.Com.1.23, cf. Phld.Rh.1.38 S.:—so in [voice] Med., τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κ. waste the greater part of one's life in.., Pl.R. 405b: in [tense] pf. [voice] Pass. (later in [tense] aor. 2 -

    τρῐβέντες Cod.Just.1.5.16.5

    ), wear away one's life, pass one's whole time, c. part.,

    αὐλοῖς καὶ λύραισι κατατέτριμμαι χρώμενος Ar.Fr. 221

    ;

    κ. στρατευόμενος X.Mem.3.4.1

    ;

    ἐπί τινι Them.Or.26.312c

    .
    4 of property, etc., squander,

    ἅπαντα X.Cyr.8.4.36

    ;

    τὸν λόγον περί τι D.H.Comp. 11

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατρίβω

  • 2 μεταμφιέννυμι

    μεταμφι-έννῡμι (also [suff] μεταμφι-εννύω Plu.2.528b), = foreg., metaph., D.L.7.25:—[voice] Med.,
    A take off one's own dress, Phylarch.30 J. (cf. foreg.); put on another dress, Plu.Nic.3;

    μ. τὴν Ῥωμαίαν στολήν Hdn.5.5.5

    ;

    ψυχὴ μ. πολλὰ σώματα D.L.3.67

    ; τινι change clothes with.., Theopomp.Hist.89a: metaph.,

    κυνῶν μ. βίον Phld.Sto.339.8

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταμφιέννυμι

  • 3 ἐπενδύνω

    ἐπεν-δύνω [pron. full] [ῡ] or [suff] ἐπεν-δύω,
    A put on over,

    ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα Hdt.1.195

    :—[voice] Med.,

    - σάμενος χιτῶνα J.AJ3.7.4

    ;

    πολλὰ σώματα Aen.Gaz. Thphr.p.60

    B.: —[voice] Pass. (with [tense] aor. 2 part.

    - δύντες J.AJ5.1.12

    ), have on over,

    ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι Plu.Pel.11

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπενδύνω

  • 4 δέ

    δέ (the following combinations are to be found elsewhere: μέν δέ v. μέν. τε δέ v. τε δὲ δή v. δή. δ' ὦν v. ὦν. δέ τοι v. τοι. δὲ καί v. also καί. δαὖτε v. also αὖτε. δαὖ v. αὖ. δἄρα v. ἄρα. Since δέ is normallv used in a purely connective capacity, a decision between progressive and adversative δέ must often be arbitrary.)
    1 adversative.
    a opposing one sentence to what precedes (*, = following negative sentence)

    ἰδοῖσα δ O. 2.41

    λείφθη δὲ O. 2.43

    μαθόντες δὲ O. 2.87

    κρύψε δὲ O. 6.31

    μαντεύσατο δ O. 7.32

    ἔστι δὲ O. 8.77

    φέροις δὲ O. 9.41

    ἕπεται δ O. 13.47

    ἐξίει δ *P. 1.91

    χρὴ δὲ P. 2.34

    , P. 2.88

    φέρειν δ P. 2.93

    ἁδόντα δ P. 2.96

    πεύθομαι δP. 4.38

    κλέπτων δὲ P. 4.96

    ἐσσὶ δ P. 4.269

    φαντὶ δ P. 4.287

    λῦσε δὲ P. 4.291

    εἰμὶ δ P. 8.29

    ἔλπομαι δ P. 11.55

    πειρῶντι δὲ P. 10.67

    ἐλᾷ δὲ N. 3.74

    ἔστι δ N. 3.80

    διείργει δὲ N. 6.2

    εἴργει δὲ *N. 7.6

    τυχεῖν δ N. 7.55

    χρὴ δ' Pae. 2.56

    θνᾴσκει δὲ fr. 121. 4. πέφνε δὲ fr. 135.

    Χάρις δ O. 1.30

    ἁμέραι δ O. 1.33

    αἰὼν δ (v. l. τ) O. 2.10

    λάθα δὲ O. 2.18

    πένθος δὲ O. 2.23

    ῥοαὶ δ *O. 2.33 πολλοὶ δὲ *O. 6.11

    τεθμὸς δὲ O. 8.25

    Ἑρμᾶ δὲ O. 8.91

    νεῖκος δὲ O. 10.39

    ἀστῶν δ P. 1.84

    ἀμφοτέροισι δ P. 1.99

    ἑτέροισι δὲ P. 2.52

    στάθμας δὲ *P. 2.90

    αἰὼν δ P. 3.86

    παυροῖς δὲ P. 3.115

    Μοῖραι δ P. 4.145

    πόνων δ *P. 5.54 φάει δὲ *P. 6.14

    βία δὲ P. 8.15

    δαίμων δὲ P. 8.76

    βαιὰ δ P. 9.77

    πατὴρ δὲ P. 9.11

    ναυσὶ δ P. 10.29

    φθονεροὶ δ P. 11.54

    φθονερὰ δ N. 4.39

    ἄλλοισι δ N. 4.91

    τιμὰ δὲ N. 7.31

    ἐλπίδες δ N. 11.22

    κερδέων δὲ N. 11.47

    πάντα δ I. 1.60

    αἰὼν δὲ I. 3.17

    δαίμων δ I. 7.43

    ματρὸς δὲ Pae. 2.29

    κέντρον δὲ fr. 180. 3.

    ἴσαις δὲ O. 2.61

    ὑγίεντα δεἴ τις O. 5.23

    ἀκίνδυνοι δ O. 6.9

    ἄλλα δ O. 8.12

    τερπνὸν δ O. 8.53

    ἄγνωμον δὲ O. 8.60

    κεῖνα δὲ O. 8.62

    εὐανθέα δ P. 2.62

    ἀδύνατα δ P. 2.81

    σὸν δἄνθοςP. 4.158

    πότνια δ P. 4.213

    εὐδαίμων δὲ P. 10.22

    μυριᾶν δ *N. 3.42

    ἑκόντι δ N. 6.57

    πὰν δὲ N. 10.29

    ἀρχαῖαι δ N. 11.37

    Πανελλάνεσσι δ *I. 4.29

    ἰατὰ δ I. 8.15

    ματαίων δὲ Pae. 4.34

    ἐμπείρων δὲ fr. 110. σφετέραν δαἰνεῖ fr. 215. 3.

    ὡς δ O. 1.46

    εἰ δὲ O. 1.64

    , O. 1.108

    ὅσοι δ O. 2.68

    εἰ δ O. 3.42

    ὅσσα δὲ P. 1.13

    εἰ δὲ P. 3.63

    , P. 3.80, P. 3.103, P. 9.50 ὅσαις δὲ *P. 10.28

    τῶν δ P. 10.61

    εἰ δὲ P. 12.28

    , N. 3.19

    ὃς δὲ N. 3.41

    εἰ δ N. 5.19

    , N. 5.50

    ὃς δ I. 1.50

    εἰ δέ τις I. 1.67

    ἐμοὶ δ O. 1.52

    τὶν δ O. 10.93

    ἐγὼ δὲ O. 10.97

    , O. 13.49

    ἐμὲ δ O. 13.93

    , P. 2.52

    τὶν δὲ P. 3.84

    τὺ δ P. 8.61

    ἐμοὶ δὲ P. 10.48

    ἐγὼ δ N. 1.33

    ἐμοὶ δ N. 4.41

    ἐγὼ δὲ N. 7.20

    ἐγὼ δ N. 8.38

    σεῦ δ *N. 8.46

    ἐγὼ δὲ I. 1.32

    ἄμμι δ I. 1.52

    τὶν δ I. 5.17

    ἐμοὶ δὲ I. 6.56

    ἄμμι δ I. 7.49

    ἐμοὶ δὲ Πα. 7B. 21.

    τοὶ δ O. 6.52

    τὸν δ O. 13.92

    τῶν δP. 4.41

    τὸν δ P. 4.101

    τὸ δ P. 7.18

    ὁ δὲ P. 8.48

    τὸ δὲP. 8.51

    τά δ P. 8.76

    P. 10.63 τὰν δ fr. 107a. 6 ὁ δ fr. 169. 26.

    τὸ δ O. 1.99

    τῶν δ O. 2.15

    τῶν δὲ *O. 12.9

    τὸν δὲ P. 1.95

    ὁ δὲ P. 2.73

    τὰν δ *P. 3.62

    τὸ δ P. 5.72

    , P. 8.32

    ὁ δὲ P. 8.88

    τὸ δὲ N. 6.55

    N. 7.102

    ὁ δ N. 9.24

    τὸ δ N. 11.43

    , I. 5.19

    ὁ δ I. 7.39

    ἐς δ O. 2.85

    σὺν δὲ. O. 6.98

    ἀμφὶ δὲ O. 7.24

    ἐν δὲ O. 7.94

    ποτὶ δ P. 2.84

    ἐν δαὖτε χρόνῳ P. 3.96

    ἐν δ P. 8.92

    σὺν δὲ N. 7.6

    ἐν δ I. 5.53

    ἐς δὲ fr. 133. 5. ἀνὰ δ' ἔλυσεν *N. 10.90

    αἰεὶ δ O. 5.15

    ὅμως δὲ O. 10.9

    νῦν δὲ O. 12.17

    ἄλλοτε δ P. 3.103

    εὐθὺς δ N. 1.54

    νῦν δ I. 1.39

    , I. 4.18 κρυφᾷ δὲ fr. 203. 2.
    b opposing one part of a sentence to the preceding negative part.

    μήτὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δαὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297

    ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ P. 6.49

    καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν N. 10.74

    2 progressive, connective.
    a connecting sentences.

    λάμπει δὲ O. 1.23

    ἔστι δ O. 1.35

    ἔχει δ O. 1.59

    ἕλεν δ O. 1.88

    πέποιθα δὲ O. 1.103

    ἕπεται δὲ O. 2.22

    φιλεῖ δὲ O. 2.26

    φύονται δὲ O. 4.25

    ἵκων δὲ O. 5.9

    ἀρχομένου δ O. 6.3

    ἀντεφθέγξατο δ O. 6.61

    ἵκοντο δ O. 6.64

    τιμῶντες δ O. 6.72

    εἶπον δὲ O. 6.93

    τεῦξαν δ O. 7.48

    μνασθέντι δ O. 7.61

    ἐκέλευσεν δ O. 7.64

    τελεύταθεν δὲ O. 7.68

    κέκληνται δὲ O. 7.76

    ἄνεται δὲ O. 8.8

    ἦν δὲ O. 8.19

    κατακρύπτει δὲ O. 8.79

    θάλλει δ O. 9.16

    ἀείδετο δὲ O. 10.76

    χλιδῶσα δὲ O. 10.84

    τρέφοντι δ O. 10.95

    ἔστι δ O. 11.2

    ἐθέλοντι δ O. 13.9

    δέξαι δὲ (v. l. τε) O. 13.29

    νοῆσαι δὲ O. 13.48

    φώνασε δ O. 13.67

    εὕδει δ P. 1.6

    φαντὶ δὲ P. 1.52

    θέλοντι δὲ P. 1.62

    ἔσχον δ P. 1.65

    ἔμαθε δὲ P. 2.25

    καιομένα δ P. 3.44

    εἶπε δ P. 4.11

    ἔπταξαν δ P. 4.57

    ἧλθε δέ οἱ P. 4.73

    τάφε δ P. 4.95

    δύνασαι δP. 4.158 μεμάντευμαι δP. 4.163

    πέμψε δ P. 4.178

    ἔειπεν δ P. 4.229

    κτίσεν δ P. 5.89

    ἄγοντι δὲ P. 7.13

    αὔξων δὲ *P. 8.38

    ῥαίνων δὲ P. 8.57

    ὑπέδεκτο δ P. 9.9

    γεύεται δ P. 9.35

    ἔστι δ N. 2.10

    ἄρχε δ N. 3.10

    δάμασε δὲ N. 3.23

    ἕπεται δὲ N. 3.29

    λεγόμενον δὲ N. 3.52

    νύμφευσε δ N. 3.56

    φρονεῖν δ N. 3.75

    δέξαιτο δ N. 4.11

    χαίρω δ N. 5.46

    χρὴ δ N. 5.49

    πέταται δ N. 6.48

    ἀναπνέομεν δ N. 7.5

    πέσε δ N. 7.31

    ἐὼν δ N. 7.64

    μαθὼν δὲ N. 7.68

    δύνασαι δὲ N. 7.96

    ἔβλαστεν δ N. 8.7

    αὔξεται δ N. 8.40

    χαίρω δὲ N. 8.48

    ἔστι δ N. 9.6

    ἔστι δὲ N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ N. 10.25

    ἕπεται δὲ N. 10.37

    μεταμειβόμενοι δ N. 10.55

    λάμπει δὲ I. 1.22

    ἔστιν δ I. 4.31

    κρίνεται δ I. 5.11

    κλέονται δ I. 5.27

    τετείχισται δὲ I. 5.44

    φέρε δεὔμαλλον μίτραν I. 5.62

    φλέγεται δὲ I. 7.23

    ἔτλαν δὲ I. 7.37

    παυσάμενοι δ *I. 8.7

    χρὴ δὲ I. 8.15

    εἶπε δ I. 8.31

    ἰόντων δ I. 8.41

    ἔραται δέ Pae. 6.58

    ἐπεύχομαι δ' Πα. 7B. 15. πεφόρητο δ' Πα. 7B. 49.

    ἐνέθηκε δὲ Pae. 8.82

    ἔειπε δὲ[ Πα. 8A. 23.

    κατακρίθης δὲ Pae. 16.5

    λέγοντι δὲ Δ. 1. 1. τρέχετο δὲ fr. 74. εὕδει δὲ fr. 131b. 3. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δἐγώ fr. 150. λαβὼν δ fr. 169. 20. λάμπει δὲ fr. 227. 2. κόρῳ δ *O. 1.56

    ἄνθεμα δὲ O. 2.72

    Μοῖσα δ O. 3.4

    ξείνων δ O. 4.4

    χεῖρες δὲ O. 4.25

    βασιλεὺς δ O. 6.47

    Οὐρανὸς δ O. 7.38

    Ὀρσοτρίαινα δ O. 8.48

    πατρὶ δὲ O. 8.70

    λαοὶ δ O. 9.46

    κείνων δ (δ del. Schr.) O. 9.53

    τόλμα δὲ O. 9.82

    φῶτας δ O. 9.91

    μία δ O. 9.106

    ἀρχαῖς δὲ O. 10.78

    πολλὰ δ O. 12.10

    πατρὸς δὲ O. 13.35

    κῆλα δὲ P. 1.12

    κίων δ P. 1.19

    στρωμνὰ δὲ P. 1.28

    ἄνδρα δ P. 1.42

    χάρμα δ P. 1.59

    ἄλλοις δέ P. 2.13

    θεῶν δ P. 2.21

    εὐναὶ δὲ P. 2.35

    βουλαὶ δὲ P. 2.65

    ψευδέων δ P. 3.29

    δαίμων δ P. 3.34

    βάματι δ P. 3.43

    Διὸς δ P. 3.95

    ἐσθὰς δ P. 4.79

    φὴρ δέ P. 4.119

    δράκοντος δὲ P. 4.244

    πολλοῖσι δ P. 4.248

    θεράπων δέ οἱ P. 4.287

    σοφοὶ δέ τοι P. 5.12

    νόῳ δὲ P. 6.47

    Μεγάροις δ P. 8.78

    φόβῳ δP. 9.32

    θαλάμῳ δὲ P. 9.68

    ἀρεταὶ δ P. 9.76

    πατρὸς δ P. 10.2

    ἅρμα δ N. 1.7

    ἀρχαὶ δὲ N. 1.8

    Ἀχάρναι δὲ N. 2.16

    διψῇ δὲ N. 3.6

    Λαομέδοντα δ N. 3.36

    σώματα δ N. 3.47

    βοὰ δὲ N. 3.67

    ῥῆμα δ N. 4.6

    ἴυγγι δ N. 4.35

    Θεανδρίδαισι δ N. 4.73

    ὕμνος δὲ N. 4.83

    πότμος δὲ N. 5.40

    ἔργοις δὲ N. 7.14

    σοφοὶ δὲ N. 7.20

    σοφία δὲ N. 7.23

    φυᾷ δ N. 7.54

    Διὸς δὲ N. 7.80

    βασιλῆα δὲ N. 7.82

    παίδων δὲ παῖδες N. 7.100

    χρεῖαι δ N. 8.42

    ἀρχοὶ δὲ N. 9.14

    Ἰσμηνοῦ δ N. 9.22

    παῦροι δὲ N. 9.37

    ἡσυχία δὲ N. 9.48

    Σικυωνόθε δ N. 10.43

    Κάστορος δ N. 10.49

    παῦροι δN. 10.78

    Ζεὺς δ N. 10.79

    λύρα δὲ N. 11.7

    ἄνδρα δ N. 11.11

    προμαθείας δ N. 11.46

    μελέταν δ I. 5.28

    Λάμπων δὲ I. 6.66

    γλῶσσα δ I. 6.72

    ἐπέων δὲ I. 8.46

    Αἰολίδαν δὲ fr. 5.

    Παιὰν δὲ Πα. 2. 3,, 1. κείνοις δ' Pae. 2.68

    τέρας δ Pae. 4.39

    ἤτορι δὲ Pae. 6.12

    Ἰλίου δὲ Pae. 6.81

    ἀμφιπόλοις δὲ Pae. 6.117

    ὑδάτεσσι δ Pae. 6.134

    γνώμας δ Pae. 14.39

    Ὀλυμ]πόθεν δέ Δ.. 3. πέτραι δ Δ... ἁνδρὸς δ Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ fr. 104b. 4. πολλὰ δ fr. 111. 2. ὀδμὰ δ' Θρ... πυρὶ δ fr. 168. 3.

    ἑπτὰ δ O. 6.15

    μελίφθογγοι δ O. 6.21

    κυρίῳ δ O. 6.32

    τερπνᾶς δέπεὶ O. 6.57

    ἁδύλογοι δὲ O. 6.96

    ἀγαθαὶ δὲ O. 6.100

    ἐμῶν δ O. 6.105

    τοῦτο δ O. 7.25

    πολλαὶ δ O. 8.13

    ἐσλὰ δ O. 8.84

    ὀξείας δὲ O. 8.85

    πτερόεντα δ O. 9.11

    ἀγαθοὶ δὲ O. 9.28

    ἄλλαι δὲ O. 9.86

    ταύτᾳ δὲ O. 10.51

    ἀφθόνητος δ O. 11.7

    ἄμαχον δὲ O. 13.13

    δύο δ O. 13.32

    κελαινῶπιν δ P. 1.7

    ναυσιφορήτοις δ P. 1.33

    ἀψευδεῖ δὲ P. 1.86

    εὐανθεῖ δ P. 1.89

    πολλὰν δ P. 3.36

    αἴθων δὲ P. 3.58

    εἴκοσι δ P. 4.104

    Κρονίδᾳ δὲP. 4.115 τρίταισιν δP. 4.143 ταχέες δ (δ del. Boeckh) P. 4.179

    χαλκέαις δ P. 4.226

    ὀρθὰς δ P. 4.227

    μεγάλαν δ P. 5.98

    γλυκεῖα δὲ P. 6.82

    νέᾳ δ P. 7.18

    τέτρασι δ P. 8.81

    ὠκεῖα δ P. 9.67

    χρυσοστεφάνου δὲ P. 9.109

    Ἰσμήνιον δ P. 11.6

    κακολόγοι δὲ P. 11.28

    ξυναῖσι δ (om. Tricl.) P. 11.54

    μεγάλων δ N. 1.11

    ἁδυμελεῖ δ N. 2.25

    χαρίεντα δ N. 3.12

    καματωδέων δὲ *N. 3.17

    ποτίφορον δὲ N. 3.31

    συγγενεῖ δέ N. 3.40

    ξανθὸς δ N. 3.43

    κραγέται δὲ N. 3.82

    τυφλὸν δ N. 7.23

    ποτίφορος δ N. 7.63

    ἀγαπατὰ δὲ N. 8.4

    μέγιστον δ N. 8.25

    χρυσέων δ N. 8.27

    κενεᾶν δ N. 8.45

    θεσπεσία δ *N. 9.7

    κρέσσων δὲ N. 9.15

    ἀργυρέαισι δὲ N. 9.51

    ὕπατον δ N. 10.32

    λαιψηροῖς δὲ N. 10.63

    τόνδε δN. 10.80

    ἀπροσίκτων δ N. 11.48

    μυρίαι δ I. 6.22

    ἁδεῖα δ I. 6.50

    ἀμνάμονες δὲ I. 7.17

    θνατᾶς δ fr. 61. 5. σειρῆνα δὲ Παρθ. 2. 13. πιοστὰ δ' Παρθ. 2. 3. ἀκλεὴς δ (om. codd.: supp. Boeckh) fr. 105b. 3.

    εἰ δὲ O. 2.56

    , O. 6.77, O. 8.54

    οἷον δ O. 9.89

    εἰ δὲ O. 11.2

    , O. 13.105, P. 3.110

    ὅσσα δὲ N. 2.17

    εἰ δ N. 4.13

    , N. 7.11, N. 7.86, N. 7.89, I. 1.41, I. 5.22

    τὰ δ N. 4.91

    οἷοι δ I. 9.6

    εἰ δέ τις Pae. 2.31

    οἷσι δὲ (Boeckh: γὰρ ἂν codd.) fr. 133. 1.

    ἐμὲ δὲ O. 1.100

    τὶν δὲ O. 5.7

    ὔμμιν δὲ O. 13.14

    τὺ δὲ P. 2.57

    τὶν δὲ P. 4.275

    σὲ δ P. 5.14

    σεῦ δ N. 1.26

    ἐγὼ δὲ N. 3.11

    τὺ δ N. 5.41

    ἐγὼ δ I. 6.16

    τὺ δέ I. 7.31

    τὶν δὲ Pae. 3.13

    ἐμοὶ δ' Pae. 4.52

    ὁ δ O. 7.10

    τὰ δ O. 13.101

    O. 13.106

    δὲ P. 1.8

    οἱ δ P. 4.133

    τῶν δ P. 4.277

    τὸν δὲ P. 9.38

    ὁ δὲ P.9.107. “ ταὶδP. 9.62

    τὰ δ N. 9.42

    τοὶ δ N. 10.66

    , I. 8.45 ἁ δὲ fr. 130. 6.

    τὸ δὲ O. 1.93

    , O. 2.51

    αἱ δὲ O. 7.30

    τὸ δὲ O. 10.55

    ὁ δὲ P. 1.35

    τὸ δὲ P. 1.99

    τὸν δὲ P. 2.40

    P. 3.108

    ἁ δὲ P. 3.114

    τὸν δὲ P. 4.184

    ὁ δ P. 5.60

    τὸ δ P. 5.85

    ὁ δὲ P. 9.78

    τῶν δ P. 10.19

    αἱ δὲ N. 4.2

    ὁ δὲ N. 7.67

    τὸ δὲ I. 7.47

    τὰ]ν δὲ Pae. 1.9

    ὁ δὲ Pae. 2.66

    τὸ δὲ Pae. 4.32

    ἐν δὲ O. 7.5

    , O. 7.43

    ἄτερ δ O. 9.44

    ἐν δὲ O. 13.22

    , O. 13.40

    σὺν δ P. 1.51

    ἐν δ P. 2.41

    ἐκ δ P. 2.46

    ἐν δὲP. 4.88

    ἐς δ P. 4.188

    σὺν δ P. 4.221

    ἐν δὲ P. 4.291

    σὺν δ P. 9.115

    ἐν δ P. 10.71

    ἐκ δὲ N. 10.44

    ἂν δ fr. 33d. 7, fr. 119. 1. σὺν δ fr. 122. 9. πρὸς δ fr. 123. 6.

    οὕτω δὲ O. 2.35

    ἠυ δὲ O. 5.16

    ἄλλοτε δ O. 7.11

    ἀπάτερθε δ O. 7.74

    μάλα δὲ O. 10.87

    νῦν δ O. 13.104

    οὕτω δ P. 1.56

    εὖ δ P. 1.99

    ἁμᾶ δ P. 3.36

    τάχα δ P. 4.83

    αἶψα δ P. 4.133

    ἀκᾷ δ P. 4.156

    τάχα δὲ P. 4.171

    ἄτερθε δὲ P. 5.96

    οὕτω δὲ P. 8.93

    νῦν δP. 9.55

    οὕτω δ P. 9.117

    ταχὺ δ P. 10.51

    θαμὰ δ N. 1.22

    μάλα δ N. 7.10

    ἅμα δ fr. 74. ἔνθεν δὲ fr. 119. 2. ταχέως δ fr. 169. 24.
    b in enumeration, narration, simm. ὁ δ' ἐμὲ δ κράτει δὲO. 1.73—8. ἔργα δὲ ἦν δὲ δαέντι δὲ καὶ φαντὶ δ', ἁλμυροῖς δ, ἀπεόντος δ —. O. 7.52—8. γλαυκοὶ δὲ, οἱ δύο μὲν, αὖθι δ'. εἷς δ ἔννεπε δO. 8.37—41. ἔχεν δὲ, μάτρωος δὲ. πόλιν δ'. ἀφίκοντο δὲ. υἱὸν δὲO. 9.61—9. τὰ δὲ. σύνδικος δ'. τὸ δὲ. πολλοὶ δὲ. ἄνευ δὲO. 9.94—103. τράπε δὲ. πύκτας δ'. θάξαις δὲ. ἄπονον δ. ἀγῶνα δ, πέφνε δ. λόχμαισι δὲO. 10.15—30. ἀνὰ δ'. παρκείμενον δὲ. ἐνυπνίῳ δ. τελεῖ δὲ. ἀναβαὶς δ. σὺν δὲO. 13.72—87. “δώδεκα δὲ. τουτάκι δ'. φιλίων δ. φάτο δ. γίνωσκε δ. ἂν δ —” P. 4.25—34. ἐσσύμενοι δ'. τῶν δ. πραὺν δP. 4.135—6. ἐπεὶ δ'. ἐκ νεφέων δὲ. λαμπραὶ δ. ἀμπνοὰν δ. κάρυξε δ. εἰρεσία δ. σὺν Νότου δ. φοίνισσα δὲ. ἐς δὲ κίνδυνονP. 4.191—207. πῦρ δὲ. σπασσάμενος δ'. ἴυξεν δ. πρὸς δ. αὐτίκα δ. ἔλπετο δP. 4.233—43. ὁ δ'. Μεσσανίου δὲ. χαμαιπετὲς δ. αὐτοῦ μένων δP. 6.33—8. κέρδος δὲ. βία δὲ. δμᾶθεν δὲ. ἔπεσε. τελέαν δP. 8.13—24. Μοῖσα δ'. παντᾷ δὲ. νόσοι δ. πόνων δὲ. θρασείᾳ δὲ. ἁγεῖτο δP. 10.37—45. ἔσταν δ'. λέλογχε δὲ. τέχναι δ. χρὴ δN. 1.19—25. ταχὺ δὲ. ἐν χερὶ δ'. ἔστα δὲ. παλίγγλωσσον δέ. γείτονα δ. ὁ δέN. 1.51—61. ἐν δ'. Θέτις δὲ. Νεοπτόλεμος δ. Παλίου δὲ. τὰ Δαιδάλου δὲ. ἄλαλκε δὲ. πῦρ δὲ. εἶδεν δN. 4.49—66. πρόφρων δὲ. ἐν δὲ. αἱ δὲ. ψεύσταν δὲ. τὸ δ'. τοῖο δ. εὐθὺς δ. ὁ δN. 5.22—34. ὁ δ' Μολοσσίᾳ δ. ᾤχετο δὲ. βάρυνθεν δὲ. ἐχρῆν δέN. 7.36—44. νεαρὰ δ'. ὄψον δὲ. ἅπτεται δ. χειρόνεσσι δ —. N. 8.20—2. πατρὶ δ — (Heyne: τ codd.) θρέψε δ'. ὁ δN. 10.12—3. Ζεὺς δ'. ἅμα δ. χαλεπὰ δ. ταχέως δN. 10.71—3. Ζεῦ, μεγάλαι δ'. ζώει δὲ. πλαγίαις δὲ. εὐκλέων δ. ἔστι δὲ. τὰ δὲ. ἀνδρῶν δI. 3.4—13. εἷλε δὲ. πέφνεν δὲ, σφετέρας δI. 6.31—3. ἐν δὲ, ἄγγελλε δὲ. νῦν δαὖ Πα. 2.. νέφεσσι δ'. περὶ δ. ἐπεὶ δ Πα... ἔλαμψαν δ. τελέσαι δ. ἐφθέγξαντο δ Πα. 12. 1. ῥίμφα δ. ὁ δὲ. ἐμὲ δN. 2.19—23. τιμαὶ δὲ. παντὶ δ'. ὁ δὲ. φιλέων δ Παρθ. 1.. πολλὰ δ. τέλος δ. αἰὼν δὲ — fr. 111. 2—5. ἐν δ', παρὰ ναῦν δὲ. κάπρῳ δὲ — fr. 234. 2. connecting imperatives. δίδοι φωνάν, ἀνὰ δἱστία τεῖνον, πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίου φθέγξαι ἑλεῖνἀρετάν, προθύροισιν δΑἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.51—4.
    c connecting subordinate clauses.

    ὅτε σύτο, κράτει δὲ προσέμειξε O. 1.22

    φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται, ἐν δὲ θῆκε O. 7.5

    ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδε δέ μιν (Hermann: τε codd.) O. 9.31 ἔλπομαι μὴ βαλεῖν ἔξω, μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους *P. 1.45

    ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν, σέλας δ ἀμφέδραμεν P. 3.39

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα P. 3.92

    ὄφρα ἀφέλοιτ' αἰδῶ, ποθεινὰ δ Ἑλλὰς δονέοι P. 4.218

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν αἰσχύνοι δὲ P. 4.264

    διαγγέλοισ, ὅτι νίκη ἐκ δὲ Κρόνου Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7

    εἰ δὲ μάρνασαι, πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον ἄλλοισι δἐμπίπτων γελᾷ I. 1.68

    ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων, ἕλον δ Ἀμύκλας I. 7.14

    τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δἐν Ὀλύμπῳ χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. ἁνίκ' οἴχονται μέριμναι πελάγει δ ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6.
    d connecting parts of sentences.

    ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.62

    μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοὰν O. 8.7

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ O. 8.58

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88

    πόλλἄνω, τὰ δαὖ κάτω O. 12.6

    οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα (v. 1. τε) O. 13.3

    ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις, Ἑλλώτια δ ἑπτάκις O. 13.40

    Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες P. 4.172

    κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282

    βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις, τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖνP. 9.65

    ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49

    πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος Νεμέᾳ δὲ τρεῖς N. 6.20

    χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον N. 8.37

    αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ I. 4.53

    τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.18

    ἄραντο γὰρ νίκας τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    εἴπερ τριῶν Ἰσθμοῖ), Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (supp. Lobel e Σ.) fr. 6a. h. ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν, πολίων δ' ἑκατὸν πεδεχεῖν Πα. 4. 37, similarly, connecting subordinate infinitives, O. 13.80, N. 7.46, N. 9.31 νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας [] ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θεῷ δὲ δύνατον ὄρσαι φάος, κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι fr. 108b. 3. irregularly coordinating:

    τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ, μῆτιν δ' ἀλώπηξ I. 4.65

    e in anaphora.

    ἴσαις δὲ, ἴσαις δ O. 2.62

    ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδεν δὲ (Hermann: τε codd.) O. 9.32

    πέφνε Κτέατον ἀμύμονα, πέφνε δ' Εὔρυτον O. 10.28

    ἔστιν. ἔστιν δ O. 11.2

    ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος, ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22

    τίς γὰρ ἀρχὰ, τίς δὲ κίνδυνος P. 4.71

    τὺ γὰρ. τὺ δ P. 8.8

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξένων P. 9.108

    cf.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ P. 9.123

    —5.

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα I. 7.32

    χρὴ δ'. χρὴ δ I. 8.15

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.51

    cf. Πα.. 23. ἐν δὲ. ἐν δὲ. ἐν δ' Δ. 2. 10—15.
    f introducing parenthesis.

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.28

    ἷκεν δὲ Μιδέαθεν

    στρατὸν ἐλαύνων O. 10.66

    ἄγει δὲ χάρις P. 2.17

    χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.11

    αἰσίαν δP. 4.23

    μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45

    ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων, τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, ἀλλ' ἔσται (Tricl.: γε codd.) P. 12.30

    ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.23

    κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει N. 3.78

    ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34

    γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    g
    a introducing question. θανεῖν δ' οἶσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4 κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδάλεον τελέθει; P. 2.78 τίς δὲ κίνδυνος; P. 4.71 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν; ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλαςP. 9.33 κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς;” P. 9.43

    πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13

    II following questions.

    τίς βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος O. 13.22

    ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ; γεύεται δ ἀλκᾶςP. 9.35

    ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον P. 11.25

    III in questions, varied with asyndeton. τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2 cf.

    βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71

    h where δέ replaces an expected γάρ. χαλκέοισι δἐν ἔντεσι (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 4.22 ἐκ Λυκίας δὲ (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 13.60

    Πυθιάδος δ P. 1.32

    ἔστι δὲ P. 3.21

    βαρὺ δέ σφιν νεῖκος N. 6.50

    φλέγεται δ N. 10.2

    ἐκ δὲ N. 11.19

    The Σ also comment ἀντὶτοῦ γάρ: O. 2.58, O. 6.3, P. 3.12, but δέ often contains a notion of explanation.
    i introducing an appositive phrase. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι

    ἕκ τ' Ἄργεος, ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἀρκάδες οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    3 apodotic. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν (v. 1. γε) O. 3.43 [δ codd.: del. Er. Schmid sec.

    Σ. P. 11.56

    ]
    4 where δέ does not occupy second position in the sentence.
    I following a vocative.

    υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ O. 1.36

    Ἁγησία, τὶν δ O. 6.12

    δέσποτα ποντόμεδον, εὐθὺν δὲ πλόον O. 6.103

    Τιμόσθενες, ὔμμε δὲ O. 8.15

    Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67

    ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ P. 4.59

    Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ P. 5.45

    ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ P. 8.67

    Ἄπολλον, γλυκὺ δ P. 10.10

    Μοῖσα, τὸ δὲ τεὸν P. 11.41

    Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ N. 1.29

    ὦ Τιμόδημε, σὲ δ N. 2.14

    Θεαρίων, τὶν δ N. 7.58

    ὦ μάκαρ, τὶν δ N. 7.95

    ὦ Μέγα, τὸ δ N. 8.44

    Ζεῦ, μεγάλαι δ I. 3.4

    II following a prep.

    πρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν O. 1.67

    ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι (ἐπ om. codd.: supp. byz.: alia alii) O. 1.113

    πρὸς Πιτάναν δὲ O. 6.28

    περὶ θνατῶν δ O. 6.50

    ἀν' ἵπποισι δὲ O. 10.69

    ἐκ θεοῦ δ O. 11.10

    ἐξ ὀνείρου δ O. 13.66

    ἀντὶ δελφίνων δ P. 4.17

    ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127

    ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ P. 4.17

    b.

    ἐκ νεφέων δὲ P. 4.197

    σὺν Νότου δ' αὔραις P. 4.303

    ἐς φᾶσιν δ P. 4.211

    ἀνὰ βωλακίας δ P. 4.228

    κατὰ λαύρας δ P. 8.86

    ἐν χερὶ δ N. 1.52

    ἐκ μιᾶς δὲ N. 6.1

    σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24

    ἐκ πόνων δ N. 9.44

    ἐν λόγοις δ N. 11.17

    ἐν σχερῷ δ N. 11.39

    ἐν Κρίσᾳ δ I. 2.18

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ I. 4.72

    σὺν Χάρισιν δ I. 5.21

    ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων I. 8.6

    ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις” *I. 8.44

    σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ I. 9.1

    ἐν χρόνῳ δ fr. 33b. ἐν ἔργμασιν δὲ fr. 38.

    πρὸ πόνων δὲ Pae. 6.90

    III following article with adj., part., prep., simm.

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    ὁ νικῶν δ O. 1.97

    τὸ πόρσω δ O. 3.44

    τὸ διδάξασθαι δέ τοι O. 8.59

    αἱ δύο δ

    ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    ἐν πάντα δὲ νόμον P. 2.86

    ὁ Βάττου δ P. 5.55

    τὰ μακρὰ δ N. 4.33

    τᾷ Δαιδάλου δὲ (τε coni. Schr.) N. 4.59 ταὐτὰ δὲ *N. 7.104

    ὁ πονήσαις δὲ I. 1.40

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δὲ I. 1.58

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν I. 6.63

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις I. 7.43

    τῷ παρέοντι δ fr. 43. 4. ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος fr. 156. ἁ Μειδύλου δ fr. 190.
    IV following two emphatically connected words. φιλεῖ δὲ, μάλα φιλεῖ δὲ (post μάλα distinxerunt codd.: corr. Bergk) O. 2.27 αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (post αὐτοῦ distinxerunt codd.: corr. Heyne: δ del. Bergk) P. 6.38 τῶν νῦν δὲ (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 < οὐ πενθέων δ> (supp. Blass e Plutarcho) Πα... νηλεεῖ νοῷ δ fr. 177e.
    V for metrical convenience? παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου (δ supp. Mosch.: om. codd.) O. 10.99
    5 beginning fragments, where its value is obscure. fr. 2. 1, fr. 6. a. d, fr. 33a. 3, fr. 44, Πα. 2. 3,, Πα. 7B. 14, Πα. 12., Πα. 13a. 18, Πα. 13c. 5, Πα. 1. 31, 3, Πα. 1., Πα. 2. 1, Πα. 21. 1, Πα. 21. 21, fr. 60a. 3, fr. 81, Δ.. 1, Δ. 4. 46, fr. 74, fr. 108a. 1, b. 1, fr. 110, fr. 121, fr. 124c, fr. 177f, fr. 179, fr. 185, fr. 215. 2, fr. 215b. 4, fr. 219, 227, 233, 236, 237, 260. 2, 5, Θρ.. 2, Θρ. 6. 7, fr. 131a, fr. 135, fr. 153, fr. 166. 1, fr. 169. 49, fr. 177c.

    Lexicon to Pindar > δέ

  • 5 σῶμα

    σῶμα, ατος, τό (Arc. dat. pl.
    A

    σωμάτεσι IG5(2).357.156

    (Stymphalus, iii B.C.)), body of man or beast, but in Hom., as Aristarch. remarks (v. Apollon.Lex.), always dead body, corpse (whereas the living body is δέμας)

    , ὥς τε λέων ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας Il.3.23

    , cf. 18.161; [full] ς.

    δὲ οἴκαδ' ἐμὸν δόμεναι πάλιν 7.79

    ;

    σ. κατελείπομεν ἄθαπτον Od.11.53

    ;

    ὦν.. σώματ' ἀκηδέα κεῖται 24.187

    ; so also in Hes.Sc. 426, Simon.119, Pi.O.9.34, Hdt.7.167, Posidon.14 J., Ev.Marc.15.43, etc.;

    τὸ σ. τοῦ τεθνεῶτος Pl.R. 469d

    , cf. Grg. 524c, D.43.65;

    σ. νεκρόν POxy.51.7

    (ii A.D.); νεκρὸν ς. Gal.18(2).93, cf.

    νεκρός 11.1

    ; μέγιστον σ... σποδου, = σ. μέγιστον ὃ νῦν σποδός ἐστι, S.El. 758; also later, Wilcken Chr. 499 (ii/iii A.D.).
    2 the living body, Hes.Op. 540, Batr.44, Thgn.650, Pi.O.6.56, P.8.82, Hdt.1.139, etc.;

    δόμοι καὶ σώματα A.Th. 896

    (lyr.); γενναῖος τῷ ς. S.Ph.51; εὔρωστος τὸ ς. X.HG6.1.6; τὸ σ. σῴζειν or - εσθαι save one's life, D.22.55, Th.1.136; διασῴζειν or

    - εσθαι Isoc.6.46

    , X.An.5.5.13;

    περὶ πολλῶν σ. καὶ χρημάτων βουλεύειν Th.1.85

    ; περὶ τοῦ σ. ἀγωνίζεσθαι for one's life, Lys.5.1; ἔχειν τὸ σ. κακῶς, ὡς βέλτιστα, etc., to be in a bad, a good state of bodily health, X.Mem.3.12.1, 3.12.5.
    3 body, opp. spirit ([etym.] εἴδωλον), Pi.Fr. 131; opp. soul ([etym.] ψυχή), Pl.Grg. 493a, Phd. 91d; τὰ τοῦ σ. ἔργα bodily labours, X.Mem. 2.8.2; αἱ τοῦ σ. ἡδοναί, αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδ., ib.1.5.6, Pl.R. 328d; τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα bodily punishments, Aeschin.2.139;

    τὰ εἰς τὸ σ. ἀδικήματα PHal.1.193

    (iii B.C.).
    4 animal body, opp. plants, Pl.R. 564a (pl.); but of plants, 1 Ep.Cor.15.38.
    6 in NT, of the sacramental body of Christ,

    τοῦτό ἐστι τὸ σ. μου Ev.Matt.26.26

    , cf. 1 Ep.Cor.10.16.
    b of the body of Christ's church,

    οἱ πολλοὶ ἓν σ. ἐσμεν ἐν Χριστῷ Ep.Rom.12.5

    ; ἡ ἐκκλησία ἥτις ἐστὶ τὸ σ. [τοῦ Χριστοῦ] Ep.Eph.1.23.
    II periphr., ἀνθρώπου σ. ἓν οὐδέν, = ἄνθρωπος οὐδὲ εἷς, Hdt.1.32; esp. in Trag., σῶμα θηρός, = θήρ, S.OC 1568 (lyr.); τεκέων σώματα, = τέκνα, E.Tr. 201 (lyr.); τὸ σὸν σ., = σύ, Id.Hec. 301; rarely in sg. of many persons,

    σῶμα τέκνων Id.Med. 1108

    (anap.).
    2 a person, human being, τὰ πολλὰ σ., = οἱ πολλοί, S.Ant. 676; λευκὰ γήρᾳ ς. E. HF 909 (lyr.);

    σ. ἄδικα Id.Supp. 223

    , cf. Pl.Lg. 908a, PSI 4.359.9 366.7 (iii B.C.), etc.; ἑκάστου τοῦ σώματος, IG12.22.14;

    κατὰ σῶμα

    per person,

    PRev.Laws50.9

    (iii B.C.);

    καταστήσαντες τὸ σ. ἀφείσθωσαν τῆς ἐγγύης PMich.Zen.70.12

    (iii B.C.); ἐργαζομένη αὑτῇ τῷ ἰδίῳ ς. working for her self, earning her own living, PEnteux.26.7 (iii B.C.); τὰ φίλτατα ς., of children, Aeschin.3.78; freq. of slaves, αἰχμάλωτα ς. D.20.77, IG12(7).386.25 (Amorgos, iii B.C.), SIG588.64 (Milet., ii B.C.), etc.; οἰκετικὰ ς. Lexap.Aeschin.1.16, cf. SIG633.88 (Milet., ii B.C.);

    δοῦλα Poll.3.78

    ; ἐλεύθερα ς. X.HG2.1.19, Plb.2.6.6, etc.; later, σῶμα is used abs. for a slave, PHib.1.54.20 (iii B.C.), Plb.12.16.5, Apoc.18.13, etc.;

    σ. γυναικεῖον, ᾇ ὄνομα.. GDI2154.6

    (Delph., ii B.C.); a usage censured by Poll.l.c. and Phryn.355; also of troops,

    τὴν τῶν σ. σύνταξιν Aen.Tact.1.1

    ;

    μηχανήμασιν ἢ σώμασιν ἐναντιοῦσθαι ὧδε Id.32.1

    .
    III generally, a body, i.e. any corporeal substance, δεῖ αὐτὸ (sc. τὸ ὄν)

    σ. μὴ ἔχειν Meliss.9

    ;

    ἢ μέγεθός ἐστιν ἢ σ. ἐστιν Gorg.3

    ; σ. ἄψυχον, ἔμψυχον, Pl.Phdr. 245e, cf. Plt. 288e, Arist.Ph. 265b29, al.;

    ὁ λίθος σ. ἐστι Luc.Vit.Auct.25

    ;

    φασὶν οἱ μὲν σ. εἶναι τὸν χρόνον, οἱ δὲ ἀσώματον S.E.M.10.215

    ; κυκλικὸν ς., of one of the spheres, Jul.Or.5.162b, al.; τὸ πέμπτον ς. the fifth element, Philol.12, Placit.1.3.22, Jul.Or.4.132c; metallic substance, Olymp. Alch.p.71 B.
    2 Math., figure of three dimensions, solid, opp. a surface, etc., Arist.Top. 142b24, Metaph. 1020a14, al.
    IV the body or whole of a thing, esp. of complete parts of the body,

    τὸ σ. τῶν νεφρῶν Id.HA 497a9

    ;

    τὰ σ. τῶν αἰσθητηρίων Id.GA 744b24

    ; τὸ σ. τῆς γαστρός, τῆς κοιλίας, Gal.15.667,806;

    σ. παιδοποιόν Ael.NA17.42

    : generally, the whole body or frame of a thing,

    ὑπὸ σώματι γᾶς A.Th. 947

    (lyr.); τὸ σ. τοῦ παντός, τοῦ κόσμου, Pl.Ti. 31b. 32c; ὕδωρ, ποταμοῦ ς. Chaerem.17; τὸ σ. τῆς πίστεως the body of the proof, i.e. arguments, Arist.Rh. 1354a15;

    τῆς λέξεως Longin.Rh.p.188

    H.; of a body of writings, Cic.Att.2.1.4; text of a document, opp. ὑπογραφή, BGU187.12 (ii A.D.), cf. PFay.34.20 (ii A.D.); of a will, POxy.494.30 (ii A.D.).
    2 ξύλα σώματα logs, opp. κλάδοι, POxy.1738.3 (iii A.D.);

    σ. μέγα περσέας CPHerm. 7 ii 27

    , cf. iii 8 (iii A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σῶμα

  • 6 παρά

    παρά, πάρ (with apocope often before μ, π, δ; also κ, ς, τ, χ, ζ, β; with anastrophe Pae. 22.10)
    1 c. acc.,
    a to, towards with vb. of motion.

    παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111

    παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70

    Κρόνιον παρ' ὄχθον O. 9.3

    καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν παρ' Αἰτναῖον ξένον P. 3.69

    ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

    ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.4

    Κασσάνδραν πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.21

    σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν N. 3.47

    ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται ( πέρας ἅμα coni. Weiseler) N. 7.19

    παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33

    Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49

    πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν I. 8.2

    Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.8

    ]παρ' ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77.
    b beside, by

    παρ' Εὐρώτα πόρον O. 6.28

    σόν τε, Κασταλία, πάρα /

    Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17

    τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101

    χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.10

    Ἀμένα παρ' ὕδωρ P. 1.67

    παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.79

    παρ' ἐμὸν πρόθυρον P. 3.78

    πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμαP. 4.43

    πὰρ μέσον ὀμφαλὸν P. 4.74

    Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον N. 4.20

    πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.10

    παρὰ Κασταλίαν τε (v. l. Κασταλίᾳ) N. 6.37

    θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46

    θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57

    Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5

    χθονὸς ὀμφαλὸν πὰρ σκιάεντα μελπόμεναι Pae. 6.17

    γᾶς παῤ ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120

    οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 5. Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 1.
    c contrary to, against

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    μὴ παρὰ καιρὸν O. 8.24

    τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4 τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά. I. 7.47
    d past, by
    I

    παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (i. e. εἰ λοξὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ λέγω Σ.) N. 7.69 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234.
    II met., beyond, exceeding, past

    παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13

    e side by side with, in comparison with

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50 σὲ δἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα ( παρ' ἀμὶν v. l. in codd. Aristidis, sed v. Σ ad loc., παρ' αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.
    f for the sake of

    οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65

    g of alternation, Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου every second day P. 11.63
    2 c. gen.,
    a from of motion from, from beside

    ἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9

    ἀντρόθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103

    κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1

    Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ἆγον fr. 30. 2.
    b from without motion,
    I

    παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.70

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.88

    χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59

    εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21

    II of place of origin. συμβαλεῖν δ' εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36
    c πὰρ ποδός, at

    γνόντα τὸ πὰρ ποδὸς P. 3.60

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    3 c. dat.
    a beside, by of place.

    παρ' Ἀλφεῷ O. 1.20

    πὰρ ποδί O. 1.74

    παρὰ βωμῷ O. 1.93

    παρ' Ἀλφειῷ O. 7.15

    παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    πὰρ Κρόνου λόφῳ O. 8.17

    ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος O. 10.24

    παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ O. 10.85

    συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ O. 12.14

    ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19

    κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας O. 14.23

    παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν P. 3.34

    Καφισοῦ παρ' ὄχθαιςP. 4.46 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων ( καλλίχορον πόλιν Theon) P. 12.26 παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ (Tricl.: πὰρ codd.) N. 2.19

    Παλίου δὲ πὰρ ποδί N. 4.54

    [ παρὰ Κασταλίᾳ τε (v. l. Κασταλίαν) N. 6.37]

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    Κρονίου πὰρ τεμένει N. 6.61

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε N. 9.34

    Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18

    ( χαλκὸν)

    Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.48

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται N. 10.55

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου N. 11.24

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ πὰρ Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    Καίκου παρ' ὄχθαις I. 5.42

    παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.76

    παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ I. 8.19

    Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35

    ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
    I with, by the side of, among

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65

    ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις P. 2.25

    παρὰ τυραννίδι P. 2.87

    καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93

    σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1

    παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186

    Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

    ( Ὑπερβορέων),

    παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72

    νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος i. e. in their country Θρ. 7. 7.
    II met., with καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός in the opinion of P. 2.72 κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ in the judgement of P. 3.28

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὔτ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

    4
    b fragg.

    τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1 ]ν πάρα Pae. 22.9

    νέ]μομαι παρὰ[ fr. 215b. 9.

    Lexicon to Pindar > παρά

  • 7 πάρ

    παρά, πάρ (with apocope often before μ, π, δ; also κ, ς, τ, χ, ζ, β; with anastrophe Pae. 22.10)
    1 c. acc.,
    a to, towards with vb. of motion.

    παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111

    παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70

    Κρόνιον παρ' ὄχθον O. 9.3

    καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν παρ' Αἰτναῖον ξένον P. 3.69

    ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

    ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.4

    Κασσάνδραν πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.21

    σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν N. 3.47

    ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται ( πέρας ἅμα coni. Weiseler) N. 7.19

    παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33

    Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49

    πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν I. 8.2

    Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.8

    ]παρ' ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77.
    b beside, by

    παρ' Εὐρώτα πόρον O. 6.28

    σόν τε, Κασταλία, πάρα /

    Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17

    τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101

    χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.10

    Ἀμένα παρ' ὕδωρ P. 1.67

    παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.79

    παρ' ἐμὸν πρόθυρον P. 3.78

    πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμαP. 4.43

    πὰρ μέσον ὀμφαλὸν P. 4.74

    Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον N. 4.20

    πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.10

    παρὰ Κασταλίαν τε (v. l. Κασταλίᾳ) N. 6.37

    θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46

    θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57

    Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5

    χθονὸς ὀμφαλὸν πὰρ σκιάεντα μελπόμεναι Pae. 6.17

    γᾶς παῤ ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120

    οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 5. Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 1.
    c contrary to, against

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    μὴ παρὰ καιρὸν O. 8.24

    τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4 τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά. I. 7.47
    d past, by
    I

    παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (i. e. εἰ λοξὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ λέγω Σ.) N. 7.69 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234.
    II met., beyond, exceeding, past

    παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13

    e side by side with, in comparison with

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50 σὲ δἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα ( παρ' ἀμὶν v. l. in codd. Aristidis, sed v. Σ ad loc., παρ' αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.
    f for the sake of

    οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65

    g of alternation, Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου every second day P. 11.63
    2 c. gen.,
    a from of motion from, from beside

    ἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9

    ἀντρόθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103

    κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1

    Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ἆγον fr. 30. 2.
    b from without motion,
    I

    παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.70

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.88

    χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59

    εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21

    II of place of origin. συμβαλεῖν δ' εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36
    c πὰρ ποδός, at

    γνόντα τὸ πὰρ ποδὸς P. 3.60

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    3 c. dat.
    a beside, by of place.

    παρ' Ἀλφεῷ O. 1.20

    πὰρ ποδί O. 1.74

    παρὰ βωμῷ O. 1.93

    παρ' Ἀλφειῷ O. 7.15

    παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    πὰρ Κρόνου λόφῳ O. 8.17

    ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος O. 10.24

    παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ O. 10.85

    συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ O. 12.14

    ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19

    κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας O. 14.23

    παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν P. 3.34

    Καφισοῦ παρ' ὄχθαιςP. 4.46 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων ( καλλίχορον πόλιν Theon) P. 12.26 παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ (Tricl.: πὰρ codd.) N. 2.19

    Παλίου δὲ πὰρ ποδί N. 4.54

    [ παρὰ Κασταλίᾳ τε (v. l. Κασταλίαν) N. 6.37]

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    Κρονίου πὰρ τεμένει N. 6.61

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε N. 9.34

    Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18

    ( χαλκὸν)

    Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.48

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται N. 10.55

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου N. 11.24

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ πὰρ Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    Καίκου παρ' ὄχθαις I. 5.42

    παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.76

    παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ I. 8.19

    Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35

    ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
    I with, by the side of, among

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65

    ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις P. 2.25

    παρὰ τυραννίδι P. 2.87

    καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93

    σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1

    παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186

    Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

    ( Ὑπερβορέων),

    παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72

    νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος i. e. in their country Θρ. 7. 7.
    II met., with καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός in the opinion of P. 2.72 κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ in the judgement of P. 3.28

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὔτ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

    4
    b fragg.

    τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1 ]ν πάρα Pae. 22.9

    νέ]μομαι παρὰ[ fr. 215b. 9.

    Lexicon to Pindar > πάρ

  • 8 πρῶτος

    (-ος, -ῳ, -οι, -οις; -α, -ᾳ, -αν; -ον nom., acc.: superl. v. πρώτιστος.)
    a first οἶς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν (v. l. πρῶτον) O. 6.75

    ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν O. 7.42

    ἅμα πρώτοις ἄρξεται καὶ τερτάτοις O. 8.45

    σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ O. 10.58

    ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.33

    βάματι δ' ἐν πρώτῳ ( τριτάτῳ coni. Aristarchus) P. 3.43

    εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.119

    Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ N. 6.18

    ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ earliest N. 9.42 πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κνίσᾳ (sc. Ἑστίαν) N. 11.6

    ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ Pae. 2.76

    τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ she will be the first to follow you upon the way Παρθ. 2. 68. ( βάρβιτος) τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος εὗρεν πρῶτος fr. 125. 2. pro subs., c. gen., τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων the first of prizes P. 1.99
    b adv., (τὸ) πρῶτον,
    a in the first place, at first

    δόμον ἔθεντο πρῶτον, ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον, λαοὶ δ ὀνύμασθεν O. 9.44

    ξείνοις δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι πρῶτονP. 4.31

    σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49

    esp. c.

    μέν, ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.3

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πέδον καὶ fr. 172. 3.
    II for the first time

    ὑπ' Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35

    ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.216

    θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα πρῶτον ἐν Κάδμου πύλαιςP. 8.47τοῦτο αἰδέοντ, ἀμφανδὸν ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶςP. 9.41

    πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον N. 2.4

    ἑορτὰ ἐν ᾆ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193.

    Lexicon to Pindar > πρῶτος

  • 9 καταγυμνάζω

    A train, discipline,

    τὰ σώματα Luc.Anach.24

    ;

    πολλὰ κ. τινά Id.Merc.Cond.42

    : c. inf.,

    τοὺς νέους ἀντέχειν καταγυμνάζωσιν Id.Nigr.27

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγυμνάζω

  • 10 κερματίζω

    A cut into pieces, chop up, Pl.R. 525e, Achae.7 ([voice] Pass.), etc.;

    κατὰ σμικρὰ τὰ σώματα κ. Pl.Ti. 62a

    ;

    κ. τι εἰς πολλά Arist.PA 662a13

    : metaph.,

    κ. τὴν ἀρετήν Pl.Men. 79a

    .
    III changeinto smaller coin, PGnom. 237 (ii A.D.), PRyl. 224 (a).5 ([voice] Pass., ii A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερματίζω

  • 11 νηέω

    νη-έω, [dialect] Dor. [full] νᾱέω, older form of νέω (c),
    A heap, pile up,

    ἐπ' αὐτῶν νήησαν ξύλα πολλά Od.19.64

    ; of a funeral pile,

    μενοεικέα νήεον ὕλην Il.23.139

    ; περὶ δὲ δρατᾲ σώματα νήει ib. 169;

    πῦρ τ' εὖ νηῆσαι Od.15.322

    ; also ἐπ' ἀπήνης νήεον.. ἀπερείσι' ἄποινα heaped a huge ransom, Il.24.276; νήεον αὐτόθι βωμόν piled it up, A.R.1.403:—in [voice] Med.,

    πυρὰν ναήσατ' B.3.33

    : [tense] fut. νηήσεται in pass. sense, Opp.H.2.216.
    II pile, load,

    νηήσας εὖ νῆας Il.9.358

    :—in [voice] Med., νῆα ἅλις χρυσοῦ—νηησάσθω let him pile his ship with gold enough, ib. 137, cf. 279. [Sts. corrupted to νηνέω, q.v.]

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηέω

  • 12 συνίστωρ

    A knowing along with another, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, S.Ph. 1293, cf. Ant. 542, E.Supp. 1174, Th. 2.74, PCair.Zen.625.2 (iii B.C.).
    2 privy to a crime or other secret, c. gen., Plb.30.8.1, AP5.3.1 (Phld.), 5.4.1 (Stat.Flacc.), Vett. Val.11.1, Cat.Cod.Astr.2.175; σώματα συνίστορα τῆς πράξεως Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα.. κακά (sc. τὴν στέγην) A.Ag. 1090 (lyr.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνίστωρ

  • 13 σφάλλω

    σφάλλω, S.Fr. 192, Hdt.7.16.ά, etc.: [tense] fut.
    A

    σφᾰλῶ Th.7.67

    : [tense] aor. 1 ἔσφηλα, [dialect] Ep.

    σφῆλα Od.17.464

    , [dialect] Dor.

    ἔσφᾱλα Pi.P.8.15

    : but the intrans.

    ἔσφαλεν LXX Jb.21.10

    , Si.13.22, Am.5.2, opt. σφάλαι ib.Jb. 18.7, are prob. forms of a Hellenistic [tense] aor. 1 Εσφᾰλα (presupposing Εσφᾰλον as ἦλθα presupposes ἦλθον, etc.): [tense] pf.

    ἔσφαλκα Plb.8.9.2

    :— [voice] Pass., [tense] fut.

    σφᾰλήσομαι S.Tr. 719

    , 1113, Th.3.14, etc.; freq. in med. form σφᾰλοῦμαι, S.Fr. 588, X.Smp.2.26: [tense] aor. ἐσφάλην [] Alc.Supp. 27.13 (prob.), Hdt.4.140, Th.8.24, etc.; ἐσφάλθην only in Gal.5.62: [tense] pf.

    ἔσφαλμαι E.Andr. 896

    , Pl.Cra. 436c: [tense] plpf.

    ἔσφαλτο Th.7.47

    :— make to fall, overthrow, properly by tripping up, trip up in wrestling,

    οὔτ' Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πελάσσαι Il.23.719

    ;

    οὐδ' ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Od.17.464

    ;

    Ἕκτορα Pi.O.2.81

    ;

    ἀλλάλους σφάλλοντι παλαίμασι Theoc.24.112

    ; [ πώλους] E.Hipp. 1232;

    γόνυ τινός Id.Heracl. 128

    ;

    τινὰ γνύξ A.R.3.1310

    ;

    τινὰ ἐπὶ τὴν γῆν D.S.14.23

    ; τὸ μὴ ὑπερπίνειν ἧττον ἂν καὶ σώματα καὶ γνώμας ς. X.Cyr.8.8.10, cf. 1.3.10 ([voice] Pass.); σ. ναῦς throw them on their beam-ends, Plu.Them.14, cf. Polyaen.3.11.13; [ ἵπποι] ἔσφηλαν (gnomic [tense] aor.) τὸν ἀναβάτην throw him, X.Eq.3.9:—[voice] Pass., to be tripped up,

    Φρυνίχου παλαίσμασιν Ar. Ra. 689

    (troch.); of a drunken man, σφαλλόμενος προσέρχεται reeling, staggering, Id.V. 1324, cf. Heraclit. 117;

    σ. ὑπὸ οἴνου X.Lac.5.7

    , cf. AP11.26 (Marc. Arg.);

    σ. ἵππος Plu.Phil.18

    ; σ. [ ἱππεύς] is thrown, X. Eq.7.7.
    II generally, cause to fall, overthrow,

    βία καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν Pi.P.8.15

    ;

    ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σ. τινά Hdt.7.16

    .

    ά; σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς S.El. 416

    ;

    σφάλλω.. ὅσοι φρονοῦσιν εἰς ἡμᾶς μέγα E.Hipp.6

    ; [

    ὀργὴ] πλεῖστα.. σ. βροτούς Id.Fr.31

    ; ἡ καταφρόνησις, ἡ ἀπειρία σ. τινά, Th.1.122, 2.87: abs.,

    ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις φασὶ σφάλλειν πλέον ἢ τέρπειν E.Hipp. 262

    (anap.): also of things,

    ἁμαρτίαι σ. τὴν σωτηρίαν S.Fr. 192

    ;

    δειναὶ τύχαι σ. δόμους E.Med. 198

    (anap.);

    σ. τὰς πόλεις Th.3.37

    , etc.;

    σ. δίκαν E.Andr. 780

    (lyr.); σφάλλων, name of a throw of the dice, Eub.57.5 (s. v.l.):—[voice] Pass., to be overthrown, fall, esp. of persons falling from high fortunes,

    σφαλεὶς γὰρ οὐδεὶς εὖ βεβουλεῦσθαι δοκεῖ Chaerem. 26

    , cf. S.Tr. 297, 719, E.Fr.262.2, etc.; ἢν σφαλῇ [ ἡ Ἑλλάς] Hdt.7.168; ἢν ἄρα τι σφαλλώμεθα, opp. κατορθοῦν, Th.1.140, cf. Ar. Ra. 736 (troch.), Pl. 351;

    σφαλλομένους ἐπανορθῶν X.Mem.2.4.6

    ;

    ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Th.2.87

    , cf. 43; ὑπὸ νόσων, ἐρώτων, μέθης ἐσφαλμένος, Pl.R. 396d; ὑπὸ χρόνων τι ς. suffer from length of time, Id.Lg. 769c: c. dat. modi,

    σφάλλεσθαι ἀξιόχρεῳ δυνάμει Th.6.10

    ;

    τοῖς ἀγῶσι Id.7.61

    ;

    τοῖς ὅλοις Plb.1.43.8

    : with a Prep.,

    ἐν τῇ μάχῃ X. HG7.2.2

    , cf. Hdt.7.50;

    τι ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg. 461d

    ;

    περί τι Id.R. 451a

    ;

    περί τινος Plu.2.164c

    : with neut. Adj.,

    σφάλλεσθαι ἓν μέγα Pl.Lg. 648e

    ; ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ' ἐσφάλη this mishap took place by means of.., S.Aj. 1136; οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν σοί I shall not fail in thy business, Id.Tr. 621.
    III baffle, balk, frustrate, of an oracle, Hdt.7.142;

    θεὰ ἤδη μ'.. ἔσφηλεν S.Aj. 452

    , cf. E.Alc.34 (anap.), Andr. 223; ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν ς. Aeschin.3.125:— [voice] Pass., err, go wrong, be mistaken,

    κατὰ γνώμην Hdt.7.52

    : abs., S.El. 1481, E.IA 1541, etc.; μῶν ἐσφάλμεθ'; am I mistaken? Id.Andr. 896;

    ἡ ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται Isoc.1.32

    ;

    γνώμῃ σφαλέντες Th.4.18

    ; διανοίᾳ ς. Pl.Sph. 229c; so σ. τὴν γνώμην, τὸν λογισμόν, Clearch.23, Plu. Sull.15: c. inf., οὐκ ἂν σφαλείη.. ἑλέσθαι be led astray into choosing, Id.2.711b.
    2 [voice] Pass. also, c. gen. rei, to be balked of or foiled in a thing, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων; A.Eu. 717; γάμων, δόξης, τύχης, E.Or. 1078, Med. 1010, Ph. 758;

    τῆς δόξης Th.4.85

    ;

    τοῦ αὐχήματος Id.7.66

    , cf. 5.110;

    οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληθείας Pl.Cra. 436c

    ;

    τῶν πραγμάτων ᾗ ἔχει Id.Hp.Mi. 372b

    ; ἀνδρός lose him, S.Tr. 1113;

    τοῦ παντός Plu.Brut.20

    :— σφάλλειν τινὰ ἀπ' ἐλπίδος cast him down from his hope, Luc.Dem.Enc.29.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφάλλω

  • 14 φιλοσοφέω

    φῐλοσοφ-έω, [tense] pf.
    A

    πεφιλοσόφηκα X.Cyr.6.1.41

    , D.48.49:—love knowledge, pursue it, φιλοσοφέων γῆν πολλὴν.. ἐπελήλυθας (sc. Solon) Hdt. 1.30;

    φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας Th.2.40

    ;

    φιλοσοφήσετε καὶ σκέψεσθε τί.. Isoc.8.116

    , cf. 12.236;

    θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ' ἐπιθυμεῖ σοφὸς γενέσθαι, ἔστι γάρ Pl.Smp. 204a

    ; ὑπέλαβον φιλοσοφοῦντά με δεῖν ζῆν, says Socrates, Id.Ap. 28e;

    φ. περὶ τῆς ἀληθείας Arist.Metaph. 983b2

    ;

    περὶ τοὺς ποιητάς Isoc.15.45

    , cf. Arist.Pol. 1279b13;

    ὑπέρ τινος Luc. Am.31

    ;

    διὰ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι.. ἤρξαντο φιλοσοφεῖν Arist.Metaph. 982b12

    ;

    φιλοσοφεῖν λέγεται καὶ τὸ ζητεῖν.. εἴτε χρὴ φιλοσοφεῖν εἴτε καὶ μή Id.Fr.51

    ;

    φ. γνησίως τε καὶ ἱκανῶς Pl.R. 473d

    ;

    ἀδόλως Id.Phdr. 249a

    ;

    καθαρῶς τε καὶ δικαίως Id.Sph. 253e

    ;

    ὀρθῶς Id.Phd. 67e

    ;

    ὑγιῶς Id.R. 619d

    .
    b in bad sense, quibble,

    περί τινος Lys.8.11

    .
    3 lead a wellregulated life, Gal.5.462.
    II c. acc., discuss, investigate, study,

    μελετᾶν καὶ φ. τι Isoc.8.5

    ; φιλοσοφεῖν φιλοσοφίαν δι' ἧς .. pursue a philosophy.., X.Mem.4.2.23; φιλοσοφίαν καινὴν.. οὗτος φ. (sc. Zeno) Philem.85;

    τὴν πολιτικὴν φ. Arist.EN 1152b2

    ;

    πρὸς τὴν ὀλιγοσιτίαν πολλὰ πεφιλοσόφηκεν ὁ νομοθέτης Id.Pol. 1272a22

    ;

    φ. τὰ Στωικά S.E.P. 1.235

    ;

    τὰ τοῦ βίου πράγματα D.H.Rh.11.2

    ; treat scientifically,

    θαλάσσας Philostr.VA4.24

    ; metaph., φ. ἡ γραφὴ τὰ τῶν μύθων σώματα painting represents truly, Philostr.Im.1.3:—[voice] Pass., to be examined scientifically, Plu.Caes.59;

    τὰ φιλοσοφούμενα

    subjects of speculation,

    Cic.Fam.11.27.5

    , Philostr.VS1 Prooem., D.L.4.49.
    2 generally, study, work at a thing,

    φ. λόγον Isoc.4.6

    ;

    ὅσοι φιλοσοφοῦντες ἐκμοχθοῦσί τι Trag.Adesp.522

    .
    3 devise ingeniously, contrive, φ. τοῦτο, ὅπως .. Lys.24.10, Isoc.15.121, Men.242; οὕτω πεφιλοσόφηκεν ὥστε .. D. l. c.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοσοφέω

  • 15 χέω

    χέω, used in the simple form mostly by Poets, but
    A v. ἐγ-, κατα-, συγ-χέω; -εει is not [var] contr. by [dialect] Ep., v. Il.6.147, 9.15, Hes.Op. 421; but in Trag. and [dialect] Att. always so, ἐκ-χεῖ, συγ-χεῖς, κατα-χεῖν, S.El. 1291, E.IA37 (anap.), Ar.Eq. 1091 (hex.); for - εε no rule is observed, [tense] impf.

    χέε Il.23.220

    ; but

    σύγ-χει 9.612

    , 13.808,

    χεῖσθαι Od.10.518

    ;

    κατ-έχεε Ar.Nu.74

    , D.45.74; ἐν-έχει, ἐν-έχεις, ἐξ-έχει, Antipho 1.19, Ar.Pl. 1021, A.Ag. 1029 (lyr.):— -έῃ, -έο, -έου, -έω seem never to have been contracted, exc.

    ἐγχεῦντα Theoc.10.53

    :— [tense] fut. χέω ( ἐκ-χεῶ acc. to Choerob. in Theod.2.168 H., but this is Hellenistic, LXX Je.6.11, al., ἐκ-χεεῖς ib.Ex.4.9, ἐκ-χεεῖib.Le.4.18,25, ἐκ-χεεῖτε ib.De.12.16,24, ἐκ-χεοῦσι ib.Le.4.12, προς-χεεῖς ib.Ex. 29.16, al., and the [voice] Med. χεόμενος (v. infr.) points to [dialect] Att. χέω)

    , συγ- E.Fr. 384

    ,

    ἐπι-χεῖς Ar. Pax 169

    (anap.);

    παρα-χέων Pl.Com. 69.3

    ; [dialect] Ep. [tense] fut.

    χεύω Od.2.222

    (

    χρειώ Aristarch.

    , whence χείω Porson): [tense] aor.

    ἔχεα Il.18.347

    , Pi.I.8(7).64, etc.; [dialect] Ep.

    ἔχευα Il.3.270

    , 4.269,

    χεῦα 14.436

    , Od.4.584, etc.; [dialect] Ep. [tense] aor. 1 subj.

    χεύομεν Il.7.336

    (late

    ἔχευσα AP14.124

    (Metrod.)): [tense] pf. κέχῠκα, ([etym.] ἐκ-) Men.915, APl.4.242 (Eryc.):—[voice] Med., [tense] fut. [dialect] Att.

    χεόμενος Is.6.51

    : [tense] aor.

    ἐχεάμην Hdt.7.43

    , A.Pers. 220 (troch.), S.OC 477, Ar.V. 1020 (anap.); [dialect] Ep. ἐχευάμην, χευάμην, Il.5.314, 18.24, etc.; [dialect] Ep. subj. χεύεται ([etym.] περι-) Od.6.232 (perh. indic.):—[voice] Pass., [tense] fut. χῠθήσομαι ([etym.] συγ-) D.23.62, cf. J.AJ8.8.5: later χεθήσομαι, ([etym.] ἐκ-) Arr.Epict.4.10.26:—[tense] aor. 1 ἐχύθην [] Od.19.590, etc.: later ἐχέθην, not in Inscrr. or Pap., f.l. in Ph.1.455, Euc.Catoptr.Prooem. (vii p.286 H., ἐγ-, ἐκ-), etc.: also [dialect] Ep. [tense] aor. χύτο [] Il.23.385, Od.7.143;

    ἐξ-έχῠτο 19.470

    ; ἔχυντο, χύντο, 10.415, Il.4.526; part. χύμενος, η, ον, 19.284, Od.8.527, and Trag. in lyr., A.Ch. 401, Eu. 263, E.Heracl.76: [tense] pf.

    κέχῠμαι Il.5.141

    , Sapph. Supp.25.12, Pi.I.1.4, etc.: [tense] plpf. [dialect] Ep.

    κέχῠτο Il.5.696

    , etc.—[dialect] Ep. [tense] pres. [full] χείω, Hes.Th.83; later [dialect] Ep. [tense] pres. [full] χεύω both in the simple Verb and compds., Nic.Al. 381, Lyr.Alex.Adesp.35.19 (fort. Mesom.), Nonn. D.18.344, Opp.C.2.127:—[voice] Med.,

    χεύομαι A.R.2.926

    : in later Prose [tense] pres. [full] χύνω (q.v.); χῦσαι is f.l. for λῦσαι in codd. dett. of Tryph. 205.—Rare in Prose, exc. in compds. and in [voice] Med.     0-0Radic. sense, pour:
    I prop. of liquids, pour out, let flow,

    κρήνη κατ' αἰγίλιπος πέτρης χέει ὕδωρ Il.9.15

    ;

    βασιλεῦσιν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν 3.270

    , cf. Od.1.146, etc.;

    οἶνον χαμάδις χέε Il.23.220

    ;

    κατὰ στόματος νέκταρ Theoc.7.82

    : χέει ὕδωρ, of Zeus, i.e. makes it rain, Il.16.385;

    ὅταν βορέας χιόνα.. χέῃ E.Cyc. 328

    : abs., χέει it snows, Il.12.281 ( νειφέμεν is in l. 280): freq. of drink-offerings,

    χέουσα χοάς A.Ch.87

    :—[voice] Med.,

    χοὴν χεῖσθαι νεκύεσσι Od.10.518

    ;

    χοὴν χεόμην νεκύεσσι 11.26

    ;

    χοὰς χέασθαι Hdt.7.43

    , etc.: abs., Is.6.51,65:—[voice] Pass.,

    κέχυται Il.12.284

    ; κρῆναι χέονται they gush forth, E.Hipp. 748 (lyr.);

    ποτοῦ χυθέντος ἐς γῆν S.Tr. 704

    ; χέεσθαι βουτύρῳ, γάλακτι to flow with.., LXX Jb.29.6.
    2 χ. δάκρυα shed tears,

    δάκρυα θερμὰ χέοντες Il.7.426

    , cf. 16.3, E.Tr.38;

    ἀπ' ὀφθαλμῶν Id.Cyc. 405

    :—[voice] Med.,

    ὅσα σώματα χεῖται Pl.Ti. 83e

    :—[voice] Pass., of tears, flow,

    δάκρυα θερμὰ χέοντο Od.4.523

    ;

    ἀπ' ὀφθαλμῶν χύτο δάκρυα Il.23.385

    ; of blood, to be shed, drip,

    φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον A.Ch. 401

    (anap.), cf. Eu. 263 (lyr.).
    3 smelt metal, LXX Ma.3.3.
    b cast, of bronze statues, SIG3g (Susa, from Didyma, vi (?) B.C.).
    4 [voice] Pass., become liquid, melt, dissolve, τὰ κεχυμένα, opp. τὰ συνεστῶτα, Pl.Ti. 66c; of the ground in spring, X.Oec.16.12, Thphr.CP3.4.4; κεχυμένοι ὀφθαλμοί perh. moist, languishing eyes, Heph.Astr.1.1.
    II of solids, shed, scatter,

    φύλλα ἄνεμος χαμάδις χέει Il.6.147

    ;

    κῦμα φῦκος ἔχευεν 9.7

    ;

    πτερὰ ἔραζε Od. 15.527

    ; ἐν.. ἄλφιτα χ. δοροῖσιν pour into.., 2.354; [

    κρέα] εἰν ἐλεοῖσιν Il.9.215

    ;

    κόνιν κὰκ κεφαλῆς 18.24

    , Od.24.317; καλάμην χθονί, of a mower or reaper, Il.19.222:—[voice] Pass.,

    ἐν νάσῳ κέχυται σπέρμα Pi.P. 4.42

    ; πάγου χυθέντος when the frost was on the ground, S. Ph. 293; κέχυται νόσος has spread through his frame, Id.Tr. 853 (lyr.).
    2 throw up earth, so as to form a mound,

    σῆμ' ἔχεαν Il.24.799

    ; χεύαντες δὲ τὸ σῆμα ib. 801, cf. Od.1.291;

    τύμβον χ. Il.7.336

    , etc.;

    θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Od.3.258

    , cf. Il.23.256.
    3 χ. δούρατα shower spears, 5.618:—[voice] Med., βέλεα χέοντο they showered their darts, 8.159.
    4 let fall, drop,

    κατὰ δ' ἡνία χεῦεν ἔραζε 17.619

    ;

    εἴδατα ἔραζε Od.22.20

    ; ἀπὸ κρατὸς χέε (v.l. for βάλε)

    δέσματα Il.22.468

    ;

    κρόκου βαφὰς ἐς πέδον χέουσα A.Ag. 239

    (lyr.) (but καρπὸν χ., of trees, not to shed their fruit, but to let it hang down in profusion, Od.11.588):—[voice] Pass.,

    πλόκαμος γένυν παρ' αὐτὴν κεχυμένος

    streaming down, falling,

    E.Ba. 456

    .
    5 in [voice] Pass., to be heaped up, massed together, [

    ἰχθύες] ἐπὶ ψαμάθοισι κέχυνται Od. 22.387

    , cf. 389; of dead geese, 19.539; of dung, 17.298, Il.23.775; also

    σωρὸν σίτου κεχυμένον Hdt.1.22

    .
    6 [voice] Pass., of living beings, stream in a dense throng, Il.16.267, etc.;

    δακρυόεντες ἔχυντο Od.10.415

    , etc.: of sheep, Il.5.141.
    8 [tense] pf. [voice] Pass. κέχυμαι, to be wholly engaged or absorbed in,

    Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι Pi.I.1.4

    ; κεχυμένος ἐς τἀφροδίσια, Lat. effusus in Venerem, Luc.Sacr.5;

    πρὸς ἡδονήν Alciphr.1.6

    .
    III of impalpable things:
    1 of the voice, φωνήν, αὐδὴν χ., Od.19.521, Hes.Sc. 396, cf. Th.83;

    ἐπὶ θρῆνον ἔχεαν Pi.I. 8(7).64

    ;

    Ἑλλάδος φθόγγον χέουσα A.Th.73

    , cf. Supp. 632 (lyr.), Fr.36 (lyr.); of wind instruments,

    πνεῦμα χέων ἐν αὐλοῖς Simon. 148.8

    , cf. APl.4.226 (Alc.):—[voice] Med.,

    κωμῳδικὰ πολλὰ χέασθαι Ar.V. 1020

    (anap.):—but in [voice] Pass., κεχυμένα ᾄσματα non-rhythmical melodies, Aristid.Quint.1.13.
    2 of things that obscure the sight, κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν shed a dark cloud over the eyes, Il.20.321; πολλὴν ἠέρα χεῦε shed a mist abroad, Od.7.15, etc. (so

    εὔκρατος ἀὴρ χεῖται Pl.Ax. 371d

    );

    τῷ δ' ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε χεύῃ ἐπὶ βλεφάροισιν Il.14.165

    , cf. Od.2.395, etc.:— [voice] Pass., ἀμφὶ δέ οἱ θάνατος χύτο was shed around him, Il.13.544;

    κατ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς 5.696

    ;

    νύξ Hes.Th. 727

    (but πάλιν χύτο ἀήρ the mist dissolved or vanished, Od.7.143);

    οὔ κέ μοι ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισι χυθείη 19.590

    ; ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ ([voice] Med. in pass. sense) Il.7.63.
    3 [tense] aor. [voice] Pass., ἐχύθη οἱ θυμός his mind overflowed with joy, A.R.3.1009.
    4 [voice] Pass., to be dissipated, diffused, Plot. 1.4.10;

    οὐδὲν τοῦ χεῖσθαι δεηθέν Id.6.5.3

    ; to be rarefied, opp. πιλεῖσθαι, Gal.15.28. (Cf. Skt. juhóti 'pour (sacrificial offerings)', part. hutás (= χυτός), Lat. fundo, Goth. giutan 'pour'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χέω

  • 16 ἐπικαίω

    II. burn on the surface, scorch, Hp.Aër.17 ([voice] Pass.); οἱ τὰ

    σώματα ὑπὸ τῶν ἡλίων ἐπικεκαυμένοι Pl.Ep. 340d

    ; τῷ χρώματι παρὰ

    φύσιν-κεκαυμένος Plb.38.8.7

    , cf. Apollon.Mir.23;

    ἀέρα -όμενον Antipho Soph.26

    ; of lightning, Arist.Mete. 371b14; of hot iron, Id.HA 631b26; of cold, Hp.Aër.20, Thphr.CP2.1.6 (v.l.); of a caustic drug, Dsc.3.35.
    2. burn on the top, of stumps, Plu.2.529b; of pruning trees by burning, Thphr.HP6.6.6; cauterize,

    τὰ χείλη τῶν τραυμάτων Aët.13.4

    , cf. Philum.Ven.3.5, al.
    3. brand,

    ἵππον PCair.Zen.93.4

    (iii B.C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαίω

  • 17 μέλος

    μέλος, ους, τό (Hom.+)
    a part of the human body, member, part, limb lit., of parts of the human body (cp. Did., Gen. 8 A, 7) καθάπερ ἐν ἑνὶ σώματι πολλὰ μ. ἔχομεν as we have many parts/members in one body Ro 12:4ab; cp. 1 Cor 12:12a, 14, 18–20, 25f; Js 3:5 (Apollod. [II B.C.]: 244 Fgm. 307 Jac. κράτιστον τῶν μελῶν ἡ γλῶσσα). τὰ μ. τοῦ σώματος the parts of the body (Diod S 5, 18, 12; Philo, In Flacc. 176; Orig., C. Cels. 7, 38, 13) 1 Cor 12:12b, 22; 1 Cl 37:5; Dg 6:2. W. σάρξ 6:6. μ. σκοτεινόν Lk 11:36 v.l. W. gen. of pers. Mt 5:29f (cp. Sextus 13); Ro 6:13ab; 19ab; 7:5, 23ab; Js 3:6; 4:1 (the pl. in these pass. may also refer to the ‘body’ as the sum of its parts, but the pl. τὰ μέλη Pind., N. 11, 15 which has been used in support does not mean the body as such, but is used with pathos in reference to the athlete’s limbs, so vital to his profession, as θνατά, i.e. while enjoying vigor the athlete must recognize his mortality). συγκοπὴ μελῶν mangling of limbs (leading to martyrdom; Diod S 17, 83, 9 describes a procedure of this kind) IRo 5:3.—Metaph. of sinful characteristics or behavior νεκρώσατε τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς put to death your worldly parts = put to death whatever in you is worldly Col 3:5.
    a part as member of a whole, member fig. extension of 1: of the many-sided organism of the Christian community (on the figure of the body and its members, a favorite one in ancient lit., e.g. Aristot., Pol. 1253a 20–29; cp. Ar. 13, 5; Ath. 8, 1; s. Ltzm., Hdb. on 1 Cor 12:12; WNestle, D. Fabel des Menenius Agrippa: Klio 21, 1927, 350–60): the individual Christians are members of Christ, and together they form his body (for this idea cp. Simplicius in Epict. p. 70, 51: souls are μέρη τοῦ θεοῦ; 71, 5.—At p. 80, 54 the soul is called μέρος ἢ μέλος τοῦ θεοῦ; Iren. 5, 2, 2 [Harv. II 319, 2, 1]) 1 Cor 12:27; Eph 5:30; 1 Cl 46:7; IEph 4:2; ITr 11:2; cp. Eph 4:16 v.l. ἀλλήλων μέλη members of each other Ro 12:5; Eph 4:25; 1 Cl 46:7b. In 1 Cor 6:15a for a special reason the σώματα of the Christians are called μέλη Χριστοῦ. Since acc. to Paul’s understanding of Gen 2:24 sexual intercourse means fusion of bodies (1 Cor 6:16), relations w. a prostitute fr. this point of view become particularly abhorrent vs. 15b.—DELG. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μέλος

См. также в других словарях:

  • βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …   Dictionary of Greek

  • διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον …   Dictionary of Greek

  • διαμαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων ουσιών να αποκτούν, υπό την επίδραση ενός εξωτερικού μαγνητικού πεδίου, μια μαγνήτιση εξ επαγωγής, με φορά αντίθετη προς τη φορά του μαγνητικού πεδίου. Η ιδιότητα αυτή δεν εξαρτάται από τη θερμοκρασία και γίνεται εμφανέστερη… …   Dictionary of Greek

  • αδιάλυτος — η, ο 1.αυτός που δε διαλύεται: Πολλά σώματα μένουν αδιάλυτα στο νερό. 2. αξεδιάλυτος, ανεξιχνίαστος: Μυστήριο αδιάλυτο σκεπάζει την υπόθεση αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»